- μιξοβόας
- μιξο-βόας, ου, ὁ,A mingled with shouts,
διθύραμβος A.Fr.355
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διθύραμβος A.Fr.355
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξοβόας — μιξοβόας, ὁ (Α) ήχος ανάμικτος με βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι* / μείγνυμι + βοας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας] … Dictionary of Greek
μιξοβόαν — μιξοβόᾱν , μιξοβόας mingled with shouts masc acc sg (epic doric aeolic) μιξοβόας mingled with shouts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek